Αυτές τις μέρες τα βλέμματα είναι στραμμένα στον Σοχό, όπου ο επισκέπτης μπορεί να δει από κοντά ένα ζωντανό μνημείο της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου, τους παραδοσιακούς κουδουνοφόρους.
Οι Μέριου, όπως είναι γνωστοί, αποτελούν ένα δρώμενο που παραμένει αναλλοίωτο στο πέρασμα των αιώνων χάρη στο μεράκι και την ψυχή των Σοχινών.
Δεν σταμάτησε ποτέ, ούτε με την πανδημία, έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα, ενώ είναι εγγεγραμμένο στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς από το 2019.
Οι τραγόμορφοι Κουδουνοφόροι αποτελούν αρχέγονο κατάλοιπο από Διονυσιακές λατρείες και Βακχεία. Μέσα τους ενυπάρχει το «δέος» και η ιερότητα του προχριστιανικού ενστίκτου και των συναισθημάτων.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Σοχινού Καρναβαλιού είναι: τα μαύρα τραγίσια δέρματα, το καλπάκι (κεφαλοστολή) και τα κουδούνια. Η μάσκα σήμερα κατασκευάζεται από μαύρο μάλλινο ύφασμα (σαγιάκ’). Καταλήγει σε υψικόρυφη κεφαλοστολή καλυμμένη με πολύχρωμα μικρά κομμάτια χαρτιού, ενώ από την κορυφή της κρέμονται πολύχρωμες κορδέλες, ασημένιες κλωστές (τέλια) και ουρά αλεπούς.
Το τμήμα που καλύπτει το πρόσωπο είναι διακοσμημένο με πολύχρωμα και πολύμορφα σχέδια, κυρίως γεωμετρικά, από λεπτές ταινίες (σιρίτια) και ψιλές χάντρες. Στο μέτωπο σχηματίζεται ένας σταυρός. Μακριές τρίχες άσπρες ή μαύρες από ουρές αλόγων, σχηματίζουν τα μουστάκια.
Τα κουδούνια είναι πέντε: ένα μεγάλο (το μπατάλι) και τέσσερα μικρότερα (τα κυπριά). Και τα πέντε αποτελούν τη λεγόμενη ντουζίνα (όρος περιεκτικός και όχι κατ’ ανάγκη αριθμητικός). Το μπατάλι είναι σφυρήλατο, κάθετη δε τομή του, σε οποιοδήποτε σημείο του μας δίνει έλλειψη. Για γλωσσίδι χρησιμοποιείται ένα λεπτό σιδερένιο ραβδί. Τα κυπριά είναι μπρούτζινα χυτά, έχουν μορφή κόλουρου κώνου και για γλωσσίδι τους έχουν ένα μικρότερο κυπρί. Το βάρος της ντουζίνας κυμαίνεται από 15 έως 20 Kg.
Σε μια αντιπροσωπευτική ντουζίνα τα τέσσερα κυπριά διαφέρουν μεταξύ τους στο μήκος της γενέτειράς (1) τους κατά δύο εκατοστά. Το μήκος της γενέτειρας του μεγάλου κουδουνιού δίνει και το όνομα στο σύνολο. Έτσι, έχουμε τις 24άρες ντουζίνες (με μήκη: 24 εκ., 22 εκ, 20 εκ., 18 εκ.), τις 22άρες και για τις μικρότερες ηλικίες τις 20άρες, 18άρες και ούτω καθεξής.
Τα κουδούνια της ντουζίνας δεν είναι τυχαία. Πρέπει να ταιριάζουν μεταξύ τους, ώστε να βγάζουν αρμονικούς ήχους. Γι’ αυτό έχουν ειδικό σχήμα και όγκο και κατασκευάζονται από ειδικό κράμα μετάλλου.
Προφανώς και η διαφορά των 2 εκ. δεν είναι τυχαία. Καθώς βαδίζει το καρναβάλι και δονούνται διαδοχικά τα κυπριά, οι ήχοι τους αποτελούν μια αρμονική μελωδία, με το μπατάλι να δίνει τον ρυθμό.
Το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της κάθε ντουζίνας είναι το χαρακτηριστικό αναγνώρισης του κάθε καρναβαλιού. Αν μάλιστα κάποιο καρναβάλι εμφανιστεί με κουδούνια κακόφωνα ή αταίριαστα, θα αντιμετωπίσει τα σκωπτικά σχόλια, ενώ παλαιότερα κινδύνευε να τιμωρηθεί.
Η εξεύρεση των κατάλληλων κουδουνιών αποτελεί τη μεγαλύτερη έγνοια και φροντίδα κάθε σοχινής οικογένειας και πολλές φορές γι’ αυτόν τον σκοπό ταξιδεύουν σε διάφορα κτηνοτροφικά κέντρα, στις πομακικές κοινότητες της Θράκης ή ακόμα μέχρι τη Βουλγαρία και την Τουρκία.
Το αξιοπρόσεχτο στο σοχινό δρώμενο είναι ότι κάθε ντόπιος νιώθει ταυτισμένος με αυτό. Το βίωμα είναι τόσο έντονο, που με το πέρας του εθίμου οι κάτοικοι έχουν έναν ολόκληρο χρόνο μπροστά τους να συνομιλούν για τα τελεσθέντα παλαιά και πρόσφατα και να προετοιμάζονται για τα μελλούμενα.
Οι ντόπιοι δεν φείδονται κόπου και χρόνου για να αναζητήσουν την κατάλληλη ντουζίνα (κουδούνια) οπουδήποτε στην Ελλάδα ή και τα Βαλκάνια. Το μεράκι τους αυτό εκφράζει μια ιστορία που αφηγείται η οδοντίατρος Άννας Σελίδου ως εξής:
«Μεγάλος σε ηλικία Σοχινός ερχόταν αραιά για τη θεραπεία των δοντιών του στο ιατρείο μου. Άνθρωπος του μόχθου, γεωργός, δεν είχε ποτέ την οικονομική επιφάνεια για να τελειώσει τις εργασίες που απαιτούνταν για τη στοματική του υγεία. Μια χρονιά το πήρε απόφαση. Άννα μετά τη συγκομιδή θα έρθω για να ολοκληρώσουμε τις εργασίες. Οι μήνες περνούσαν, το ίδιο και το καλοκαίρι. Φθάσαμε στον Φλεβάρη και ο ασθενής περιχαρής με συναντά με ένα πλατύ χαμόγελο, λέγοντάς μου: Άννα μου ζητώ συγνώμη, ό,τι ξεπερίσεψα για τα δόντια έγιναν κουδούνια».
Σήμερα, σε μια εποχή έντονου ατομικισμού, το δρώμενο αυτό ενδυναμώνει τη συλλογικότητα, τη συντροφικότητα και ενισχύει τους κοινωνικούς δεσμούς και θεσμούς.